- άπεδος
- ἄπεδος, -ον (Α)1. πεδινός, επίπεδος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδονη επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄπεδος — level masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέδω — ἄπεδος level masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄπεδος level masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀποδίδωμι give up aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπεδον — ἄπεδος level masc/fem acc sg ἄπεδος level neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέδοις — ἄπεδος level masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέδου — ἄπεδος level masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέδων — ἄπεδος level masc/fem/neut gen pl ἀποδίδωμι give up aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποδίδωμι give up aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπεδα — ἄπεδος level neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅπεδον — ἄπεδον , ἄπεδος level masc/fem acc sg ἄπεδον , ἄπεδος level neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek